fr. 6 Voigt
τόδ’ αὖτε κῦμα τὼ πρ]οτέρ̣ω ’νέμω
στείχει, παρέξει δ’ ἄμμι πόνον πόλυν
ἄντλην, ἐπεί κε νᾶος ἔμβαι
———] ̣όμεθ’ ἐ[
———] ̣ ̣[ ̣ ̣] ̣[ 5
[ ]
φαρξώμεθ’ ὠς ὤκιστα̣[
——ἐς δ’ ἔχυρον λίμενα δρό[μωμεν,
καὶ μή τιν’ ὄκνος μόλθ[ακος
λάβη· πρόδηλον γάρ· μεγ[ 10
μνάσθητ̣ε τὼν πάροιθε ν̣[
——νῦν τις ἄνηρ δόκιμος γε̣[νέσθω
καὶ μὴ καταισχύνωμεν [
ἔσλοις τόκηας γᾶς ὔπα κε̣[ιμένοις
οἲ] τᾶνδ[ 15
——τὰν πό[λιν
ἔοντε[ς ] ̣ ἂπ πατέρω[ν
τὼν σφ[ ]α̣μμος θῦμ[
ἔοικε[ ]ω̣ν̣ ταχήαν [
——ταῖ[ς ] ̣ νητ̣ορεν ̣[ 20
ἀλλ ̣[ ]ς̣ τᾶσδεπαλ[
̣ ̣] ̣[ ] ̣ο̣ισα̣ ̣ε̣λ̣ ̣[
[ ] ̣το̣ι̣ ̣[
——π̣[ ̣ ̣] ̣[ ] ̣συν ̣[
μ[η]δ’ ἄμμ[ι] λω[ 25
γε̣[ ̣]ος μενέ[
μοναρχίαν δ ̣[
——μ]ηδὲ δεκωμ̣[
—— ] ̣ ̣ιδημφ ̣[
——] ̣οισί τ’ ὔποπ̣[ 30
——]αίνων· ἐκ[
Metro: strofi alcaiche.
1. τὼ πρ]οτέρ̣ω ’νέμω = τοῦ προτέρου ἀνέμου; “sotto l’effetto di un vento così forte” (cf. Il. 2.396-7).
2. ἄμμι = ἡμῖν.
πόλυν = πολύν.
3. ἄντλην = ἀνατλῆναι, inf. di ἀνέτλην, aor. privo di pres.
νᾶος = νηός.
ἔμβαι = ἐμβῇ, aor. III cong. di ἐμβαίνω. Da questo verbo dipende il gen. νᾶος.
7. φαρξώμεθ’ = φραξώμεθα, aor. I cong. m. di φράσσω, “mettiamoci al riparo”.
ὤκιστα̣[: superl. di ὠκύς.
8. ἔχυρον = ἐχυρόν, “sicuro”.
δρό[μωμεν = δράμωμεν.
9. ὄκνος: “esitazione”.
μόλθακος = μαλθακός.
10. λάβη = λάβῃ.
11. μνάσθητ̣ε = μνησθῆτε, aor. pass. imper.
τὼν = τῶν.
12. τις: qui nel senso di “qualunque”, “chiunque”.
ἄνηρ = ἀνήρ.
14. ἔσλοις τόκηας . . . κε̣[ιμένοις = ἐσθλοὺς τοκέας . . . κειμένους.
γᾶς ὔπα = γῆς ὕπο, anastrofe di ὑπὸ γῆς.