Saffo
fr. 31 Voigt
φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν’ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί-
——σας ὐπακούει
καὶ γελαίσας ἰμέροεν, τό μ’ ἦ μὰν 5
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν·
ὠς γὰρ ‹ἔς› σ’ ἴδω βρόχε’ ὤς με φώνη-
——σ’ οὐδὲν ἔτ’ εἴκει,
ἀλλὰ †καμ† μὲν γλῶσσα †ἔαγε†, λέπτον
δ’ αὔτικα χρῶι πῦρ ὐπαδεδρόμακεν, 10
ὀππάτεσσι δ’ οὐδὲν ὄρημμ’, ἐπιβρό-
——μεισι δ’ ἄκουαι,
†έκαδε† μ’ ἴδρως κακχέεται, τρόμος δὲ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτ⌊έρα δὲ π⌋οίας
ἔμμι, τεθ⌊νάκην δ’ ὀλ⌋ίγω ’πιδε⌊ύης 15
——φα⌋ίνομ’ ἔμ’ αὔτ⌊αι·
ἀλλὰ πὰν τόλματον, ἐπεὶ †καὶ πένητα†
Metro: strofi saffiche.
1. κῆνος = ἐκεῖνος.
θέοισιν = θεοῖς.
2. ἔμμεν(αι) = εἶναι.
ὤνηρ = ὁ ἀνήρ.
ὄττις = ὅστις.
3. ἰσδάνει = ἱζάνει, ἵζει.
πλάσιον = πλησίον.
ἆδυ = ἡδύ.
φωνείσας = φωνούσης, pres. part. a. fem. s. di φωνέω. Il gen. è retto dal verbo ὐπακούει e sottintende il gen. del pronome di II pers. s.
5. γελαίσας = γελώσης, nella stessa valenza del precedente φωνείσας.
ἰμέροεν = ἱμεροέν.
6. ἐπτόαισεν = ἐπτόησεν, aor. I a. ind. di πτοέω.
7. ὠς = ὡς (coordinato con il seguente ὤς, “come (appena) . . . così (allora)”).
ἴδω = εἰδῶ.
βρόχε(α) = βραχεά.
φώνησ(αι) = φωνῆσαι.
9. λέπτον= λεπτόν.
10. χρῶι = χρωτί/χροΐ, dat. retto dal verbo ὐπαδεδρόμακεν.
ὐπαδεδρόμακεν = ὑποδεδρόμηκε. 10
11. ὀππάτεσσι = ὄμμασι.
ὄρημμ(ι) = ὁρῶ (ὁράω).
ἐπιβρόμεισι = ἐπιβρομοῦσι.
12. ἄκουαι = ἀκοαί, nel senso di ὦτα, “orecchie”.
13. ἴδρως = ἱδρώς.
κακχέεται = καταχεῖται.
14. παῖσαν = πᾶσαν.
ἄγρει = ἀγρεῖ.
15. ἔμμι = εἰμί.
τεθ⌊νάκην = τεθνηκέναι.
ὀλ⌋ίγω = ὀλίγου, gen. di stima, “di poco”.
’πιδε⌊ύης = ἐπιδε(υ)ής, lett. “inferiore”.
16. ἔμ’ αὔτ⌊αι = ἐμαυτῇ.
17. τόλματον = τολμητόν.